- προκατασκευῆς
- προκατασκευάζωfut ind act 2nd sg (doric)προκατασκευήpreparatory trainingfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αρχιτεκτονική — Επιστήμη που αναφέρεται στην τέχνη της οικοδομικής και στους διάφορους ρυθμούς της. Ο όρος, στην ευρύτερη έννοιά του, σημαίνει την τεχνική και την επιστήμη της κατασκευής. Όπως δείχνει η ετυμολογία του, ο όρος αρχιτέκτονας προϋπέθετε, ήδη στην… … Dictionary of Greek
προκατασκευάζω — ΝΑ νεοελλ. 1. (κυρίως σχετικά με δομικό υλικό) κατασκευάζω εκ τών προτέρων μακριά από τον τόπο ανέγερσης 2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) προκατασκευασμένος, η, ο (ιδίως για κτήριο) αυτός που συναρμολογείται και ανεγείρεται με συστατικά μέρη τα οποία… … Dictionary of Greek
Βάξμαν, Κόνραντ — (Konrad Wachsmann, Βερολίνο 1901 – 1980). Γερμανός αρχιτέκτονας. Ακολούθησε καλλιτεχνικές σπουδές στο Βερολίνο, τις οποίες συνέχισε στη Ρώμη. Στις ΗΠΑ, όπου μετανάστευσε, συνεργάστηκε με τον Βάλτερ Γκρόπιους (1941 48). Από το 1950 δίδασκε στο… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… … Dictionary of Greek
Νέρβι, Πιερ Λουίτζι — (Pier Luigi Nervi, Σόντριο 1891 – 1979). Ιταλός μηχανικός και αρχιτέκτονας. Στρεφόμενος προς τη μελέτη του προσυμπιεσμένου οπλισμένου σκυροδέματος και των ελαφρών τόξων για μεγάλες στέγες, πραγματοποίησε ενδιαφέροντα πειράματα εκβιομηχάνισης της… … Dictionary of Greek
Πάξτον, Τζόζεφ — (Paxton, Sir Joseph, Γουόμπερν 1801 – Σάιντενχαμ 1865). Άγγλος αρχιτέκτονας. Ειδικεύθηκε από τα νεανικά του χρόνια στη σχεδίαση κήπων· εμπνεόμενος από τα γαλλικά θερμοκήπια από σίδερο και γυαλί, εφάρμοσε τις αρχές τους σε ανάλογες αλλά… … Dictionary of Greek